- φοινικηρόν
- φοινῑκ-ηρόν μέτρον, measureA used for dates, prob. in BGU604.15 (φοινικη[Pap., ii A. D.), 732.1 (-ηγός Pap., ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικηρόν — τὸ, Α (ενν. μέτρον) είδος μέτρου για τους χουρμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. πιθ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. ηρόν, ουδ. τής κατάλ. ηρός] … Dictionary of Greek
φοινικηγόν — τὸ, Α (ενν. μέτρον) φοινικηρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί τού φοινικηρόν] … Dictionary of Greek